τάπια

τάπια
η
(λ. τουρκ.), προμαχώνας, οχύρωμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Τάπια — Ν φρ. «σύνδρομο Τάπια» ιατρ. μονόπλευρη, μερική ή ολική παράλυση τών τριών τελευταίων εγκεφαλικών συζυγιών που εκδηλώνεται με πάρεση τού υπερώιου ιστίου, τού φάρυγγα, τού λάρυγγα, τής γλώσσας, τού στερνοκλειδομαστοειδούς και τού τραπεζοειδούς… …   Dictionary of Greek

  • τάπια — η, Ν βλ. τάμπια …   Dictionary of Greek

  • ντάπια — η βλ. τάπια …   Dictionary of Greek

  • τάμπια — και ντάμπια και τάπια, η, Ν οχύρωμα, προμαχώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tabya] …   Dictionary of Greek

  • Βαμβακάς — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από το χωριό Γουργιά του Μεσολογγίου. Διακρίθηκε στις μάχες της Ναυπάκτου και της Βόνιτσας. Ανδραγάθησε στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου. 2. Δημήτριος. Καταγόταν από την Αθήνα. Σκοτώθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Μεσολόγγι — Πόλη (υψόμ. 3 μ., 12.225 κάτ.) της δυτικής Στερεάς Ελλάδος, πρωτεύουσα του νομού Αιτωλοακαρνανίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η πόλη, χτισμένη σε έναν προσχωσιγενή βραχίονα που σχηματίζεται ανάμεσα στη λιμνοθάλασσά του και στη λιμνοθάλασσα της… …   Dictionary of Greek

  • τάμπια — η βλ. τάπια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”